Εκείνος τη σκοτώνει κι εκείνη τον κοίταγε στα μάτια σα να του λεγε: “Συγγνώμη που σε πλήγωσα την ώρα που με σκότωνες”. Τότε βγάζει τη μάσκα απ’ το πρόσωπό της. Η ομορφιά της Πενθεσίλειας τον γέμισε μελαγχολία και όσοι ήταν παρόντες δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο Αχιλλέας είχε εκείνη τη στιγμή ερωτευθεί τη γυναίκα που σε λίγο θα πέθαινε απ το δικό του χέρι. Διάβαζε τα μάτια που ο ίδιος είχε σκοτώσει.
Ο θάνατος της Πενθεσίλειας περιγράφεται με λεπτομέρεια, όχι στην “Ιλιάδα” όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στις “Ηρωίδες» του Οβιδίου και την “Αινειάδα” του Βιργιλίου.
Ο Αχιλλέας σκοτώνει την Πενθεσίλεια. Εσωτερικό κύλικος του Ζωγράφου της Πενθεσίλειας, περ. 460 π.Χ. Διάμ. 43 εκ. Μόναχο, Antikensammlung
O συμπολεμιστής του Αχιλλέα Θερσίτης, θα τον περιγελάσει για τον απρόσμενο έρωτά του. Ο μεγάλος αρχηγός με μια Αμαζόνα; Λέγεται μάλιστα πως έβγαλε ένα από τα μάτια της Αμαζόνας για να προσβάλει τον Αχιλλέα. Την ξεδιαντροπιά του ο Θερσίτης την πλήρωσε με τη ζωή του.
Όπως λένε οι γραπτές πηγές ο Αχιλλέας σήκωσε τη νεκρή βασίλισσα και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Το σώμα της, μαζί με τα πτώματα 12 άλλων Αμαζόνων, τα παρέδωσαν με ολόκληρο τον οπλισμό τους στους Τρώες κι εκείνοι τα έκαψαν και έθαψαν τις στάχτες με όλες τις τιμές.
Ας παρακολουθήσουμε την μοναδική αυτή ιστορία μίσους και αγάπης….
«Θνητός κι αθάνατος ο ισόθεος Πηλείδης… Και πόσο τρομερός αυτός ο θυμός που από την αρχή τον κατευθύνει… Μα πόσο πιο τρομερός ο ‘Ερωτας που στα δεσμά του άρματός του θα τον δέσει εκεί που δεν τον περιμένει και σαν του Πριάμου το γιο πίσω του θα τον σέρνει, νεκρό, γυμνό, στο γύρο του θριάμβου…
Νεκρώνεται η σάρκα όταν παραλύει, το θάνατο πλησιάζει… Μα όταν παραλύουν τα συναισθήματα, η αιχμή του βέλους του θεού απλά το στόχο της έχει βρει… Κι ας τυλίγουν τα δώρα των θεών το θείο σώμα του ήρωα, κι ας σπάνε πάνω δόρατα, βέλη ξίφη… αδύναμα, θνητών τα χέρια τα βαστούν και τα εκσφενδονίζουν… Τα λαμπρά τα δώρα των θεών δεν είναι εύκολο από θνητούς να νικηθούν…
Κι εκείνους τους παντοδύναμους θεούς, ο Έρως εξουσιάζει, πόσο τους θνητούς…
Πέντε οι πτυχές μετάλλων στην ασπίδα, στην πανοπλία την αστραφτερή, κι η ομορφιά κι η τρομερή η λάμψη της τον τρόμο γύρω να σκορπά…
Πέντε οι αισθήσεις που παραλύουν όταν η αιχμή του βέλους του θεού, το σώμα διαπεράσει…
Πενθεσίλεια…
Τι θέλησες, τι γύρευες, κόρη του Άρη και βασίλισσα του αλαργινού του Πόντου στη ματωμένη άμμο της Τρωάδος; Χρόνια ατέλειωτα, θνητοί κι αθάνατοι με λύσσα και οργή ζωές σαν τα γιομωμένα στάχια εκεί θερίζουν… και ματωμένος, άχαρος κι ασήμαντος ο λιγοστός καρπός τους…
Ανδρεία εκ του ανδρός… Και πόση η ταπείνωση, η οργή μα κι ο κρυφός ο θαυμασμός για την ανδρεία της Αμαζόνας που τα πλήθη των Αχαιών ως τα καράβια τους θ’ ακολουθήσει η ανδροκτόνος, σκορπώντας μ’ ορμή το θάνατο ανάμεσά τους…
Η περίτεχνη η προσωπίδα της θεάς με το λοφίο που ανεμίζει, μια τρομερή όψη στα μάτια των Αχαιών… Ποιος δαίμονας ξεχύθηκε και τις ζωές αρπάζει, στου Αϊδωνέα την αυλή με βία να τις στέλνει, αέναα να βολοδέρνουν κάτω από το μαύρο, το ανήλεο της γης το χώμα;
Ο άνδρας της ζωής της κι άνδρας που θα της πάρει τη ζωή, όλα σε μια στιγμή πλεγμένα… Η μοίρα τάχει κλώσει, μ’ ασημένια και χρυσή κλωστή δεμένα όλα. Μα πόσος χρυσός, πόσο ασήμι ν’ αναλογεί στον καθένα..;
Ζωές κομμένες γύρω της, δόρατα κι ασπίδες τσακισμένες, ματωμένα σώματα, τσακισμένα μέλη… Βία, οργή… θρήνος. Σαν την μαινάδα που με ξέπλεκα μαλλιά κι ακάλυπτο το σώμα στα δάση θα χαθεί, το δαίμονά της ν’ ακολουθήσει…
Τι νά νιωσες, βασίλισσα, του Πηλέα το γιο αρματωμένο μες το φως σαν είδες? Ούτε στιγμή δε σκέφτηκες, τρελή, ποιος ο θεός μπροστά σου που ορθώθηκε, αφού οι θνητοί σκόρπισαν μπροστά στου δόρατός σου την ορμή;
Στιγμή δε δείλιασες… με δύναμη το δόρυ εκσφενδόνισες, το νήμα της ζωής του φοβερού εχθρού να κόψεις… Τσακίστηκε το όπλο σου, χίλια κομμάτια το κοντάρι πάνω στη φοβερή ασπίδα, την καλοδουλεμένη… πέντε πτυχές, τις δυο θα διαπεράσει… Χρυσός, το δώρο των θεών… η αιχμή το σώμα δε θα αγγίξει… Το δεύτερο κοντάρι του πρώτου την πορεία και την τύχη την πικρή θε ν’ ακολουθήσει…
Τι να σκεφτόσουν, Αμαζόνα, όταν το δόρυ του ισόθεου μ’ ορμή στο στήθος σε χτυπούσε, στη ματωμένη άμμο σ’ έριχνε ένα μ’ αυτή για να γενείς; Ποιες σκέψεις άραγε να πέρασαν σε μια στιγμή μπροστά σου;
Τι ένιωσες, πώς ένιωσες όταν το χέρι του ανδρός που τη ζωή σου πήρε, την κρύα προσωπίδα από το κεφάλι σου τραβάει, το βλέμμα του εχθρού του νικημένου ν’ αντικρίσει? Ποτάμι τα χρυσά μαλλιά – δώρο θεών κι αυτά… κάθε χρυσό – μες το ποτάμι του αίματος βουτηγμένα…
Δύο ρίψεις δόρατος… δύο χαμένες ευκαιρίες το στόχο για να βρεις… Μα ακόμη και στου θανάτου το κατώφλι, ο έρωτας καραδοκεί… Και βρίσκει πάντα στόχο…
Πώς χάνονται οι αισθήσεις; Πώς παγώνει ο χρόνος; Τι είναι αυτό που ανοίγεται όταν τα μάτια συναντιόνται και το βλέμμα σώμα ψυχή τα διαπερνά και στην καρδιά φωλιάζει;
Σκόρπισε ο θυμός, συγκίνηση ευθύς για να καλύψει το κενό απλώνεται… Τίποτα δεν είναι γραφτό του κενό κι αδειανό να μείνει… Λύγισαν τα γόνατα, κι η ασπίδα που σε τύλιγε, στο χώμα πεταμένη… Αγκαλιά μ’ αυτό που αγνοούσες την ύπαρξή του, να του χαϊδεύεις τα μαλλιά, το πρόσωπο, το αίμα από τα μάγουλα πασχίζεις για να διώξεις…
Κόκκινο το αίμα που χάνεται… ροδαλά τα μάγουλα να ξεπροβάλλουν από κάτω… Βλέμματα που χαϊδεύουν το ένα το άλλο, ανάμεσα σε θάνατο και πόνο… Και το μοναδικό μα και στερνό φιλί τα χείλη που θα δέσει, είναι κι αυτό που το κενό ευθύς θα ξαναφέρει… Δάκρυα και συγκίνηση που θα χαθούν, κι η οργή στα γέλια του Θερσίτη πίσω σου, το χρόνο θα κινήσει… ξανά. Και πόσο πιότερη οργή το νου σου θα τυλίξει, όταν το δόρυ του θρασύδειλου, στο μάτι το άψυχο, του έρωτά σου του νεκρού θα καρφωθεί…
Κι οργή τα χέρια σου με το λαιμό του θα τα πλέξει… Άψυχος ο βέβηλος, δίπλα σε ό,τι πιο πολύ αγάπησες κι ας ήταν για μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια πνοή, ένα φιλί…
Τι νά νιωσες, ισόθεε, κοιτώντας τα χέρια σου μες τη ζεστή σκηνή σου? Το αίμα κι αν ξεπλύθηκε, μες την ψυχή σου απλώθηκε, την τύλιξε, την κάλυψε, ένα μαζί της έγινε…
Πώς παίζεις, Έρωτα, με τις ψυχές; Συνείδηση δεν έχεις; Τυλίξου με τον φωτεινό μανδύα της περηφάνιας, στο γύρο του θριάμβου να χαθείς… μα μην γυρίσεις πίσω σου να δεις στο άρμα σου ποιους σέρνεις …»