
μυκηναϊκή κατοίκηση στην κοιλάδα του Σπερχειού μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα Hστο πλαίσιο της αναζήτησης του βασιλείου του Πηλέα και του Αχιλλέα
Μαρία – Φωτεινή Παπακωνσταντίνου
Προϊσταμένη ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Η κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού αποτελεί μια γεωγραφική ενότητα με σαφή όρια στο κέντρο του ελλαδικού ηπειρωτικού κορμού. Περικλείεται μεταξύ δύο σχεδόν παράλληλων, με κατεύθυνση από Δ προς Α, οροσειρών, της ΄Οθρυος στα βόρεια και της Οίτης στα νότια, η προέκταση των οποίων καταλήγει στα δυτικά στον Τυμφρηστό. Στη ρηγματική τάφρο μεταξύ των δύο οροσειρών, που συνεχίζει ανατολικά μέχρι τον Μαλιακό κόλπο, ρέει ο Σπερχειός.
Η κοιλάδα χωρίζει τη Θεσσαλία, της οποίας αποτελούσε στην αρχαιότητα το νότιο τμήμα, από την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα. Λόγω της θέσης και της μορφολογίας της αποτέλεσε ενδιάμεσο μεταξύ βορά και νότου, και φυσικό πέρασμα για την διακίνηση στρατών, αγαθών, ιδεών και πολιτιστικών ρευμάτων.
Αν και καμία από τις ανωτέρω ταυτίσεις δεν θεωρείται ασφαλής, τα αποτελέσματα των ανασκαφών των τελευταίων ετών ενισχύουν την σύνδεση της κοιλάδας του Σπερχειού με τον βασίλειο του Πηλέα και του Αχιλλέα. Οι ανασκαφές αυτές έχουν φέρει στο φως αρχαιολογικά τεκμήρια μυκηναϊκής κατοίκησης σε διάφορα σημεία ικανά να υποστηρίξουν την άποψη ότι στην περιοχή αναπτύχθηκαν σημαντικά κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα ευρήματα προέρχονται από οικιστικές εγκαταστάσεις (Λαμία, Λυγαριά, Φραντζής, Αγία Παρασκευή, Ράχες) και κυρίως από νεκροταφεία της εποχής (Σταυρός, Αρχάνι, Κομποτάδες, Βαρδάτες) και μαρτυρούν την επικράτηση εδώ των ίδιων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών συνθηκών, όπως και στα υπόλοιπα προς Β και Ν μυκηναϊκά κέντρα, με τα οποία οι κάτοικοι της περιοχής επικοινωνούσαν και πραγματοποιούσαν ανταλλαγές και από ξηρά και από θάλασσα και από τα οποία υιοθέτησαν τρόπους οργάνωσης και διαβίωσης. Επαφές όμως και ανταλλαγές πραγματοποιούσαν και με τον εκτός Ελλάδας χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Η συνέχιση των ερευνών και η ένταξή τους στο πλαίσιο ενός αρχαιολογικού προγράμματος συστηματικής διερεύνησης θα ρίξει περισσότερο φως στην μυκηναϊκή κατοίκηση της κοιλάδας του Σπερχειού και θα αποσαφηνίσει ζητήματα σχετικά με την ομηρική τοπογραφία.

Οι περισσότεροι νεολιθικοί οικισμοί (Λιανοκλάδι, Αμούρι, Αγία Παρασκευή Λαμίας) συνέχισαν να κατοικούνται και κατά τις δύο πρώτες φάσεις της Εποχής του Χαλκού, την Πρωτοελλαδική (3η χιλιετία π.Χ.) και την Μεσοελλαδική περίοδο (πρώτο μισό 2ης χιλιετίας π.Χ.), ενώ παράλληλα ιδρύονται νέοι.
Η ΄Υστερη Εποχή του Χαλκού ή Υστεροελλαδική Εποχή για την ηπειρωτική Ελλάδα, γνωστή και ως Μυκηναϊκή Εποχή, καλύπτει το δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η ανάπτυξη αξιόλογου πολιτισμού στην κοιλάδα κατά την Μεσοελλαδική περίοδο προϊδεάζει καταρχήν θετικά για την περαιτέρω εξέλιξή της την περίοδο που ακολουθεί. Εντούτοις, η έλλειψη επαρκούς τεκμηρίωσης βάσει αρχαιολογικών στοιχείων, με εξαίρεση έναν μόνο τάφο στις Βαρδάτες, μέχρι την έναρξη της ανασκαφικής δραστηριότητας της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στην δεκαετία του ΄70, οδήγησε τους μελετητές στην αμφισβήτηση της ένταξης της κοιλάδας του Σπερχειού στη σφαίρα του μυκηναϊκού κόσμου.
Η θεωρία αυτή αντικρούστηκε υπό το φως νέων ανακαλύψεων στην ίδια την κοιλάδα, και επίσης λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο στα βόρεια (Ιωλκός) όσο και στα νότια αυτής (Θήβα) έχουν διαπιστωθεί ανακτορικά κέντρα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων ετών πείθουν ότι και στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού έδρασαν μυκηναϊκά φύλα, συνεπώς ο εντοπισμός ανακτόρων και εδώ θα πρέπει να θεωρηθεί πιθανός.
Στη μυθολογία και στα ομηρικά έπη, η κοιλάδα είναι συνδεδεμένη με τον πλέον ονομαστό ήρωα του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα (Ιλιάς Ψ 144-148). Η ταύτιση μιας θέσης με κάποια από τις αναφερόμενες στον ΄Ομηρο πόλεις προϋποθέτει την διατήρηση εκεί μυκηναϊκών ή τουλάχιστον πρωτογεωμετρικών καταλοίπων. Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την αυθεντικότητα, τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο σύνθεσή του, ο «Νεών Κατάλογος», ο ομηρικός Κατάλογος των Πλοίων των Αχαιών που εκστράτευσαν κατά της Τροίας, όπως διασώζεται στην β' ραψωδία της Ιλιάδας (στ. 494-759), έχει αποτελέσει τη βασική πηγή πληροφοριών στην προσπάθεια ταύτισης μυκηναϊκών θέσεων με κάποιες από τις γνωστές από τον ΄Ομηρο πόλεις.
Ελλείψει ανασκαφικών δεδομένων σε προγενέστερες εποχές και υπό το κράτος σφοδρής επιθυμίας για την επιβεβαίωση της φιλολογικής μαρτυρίας, η έρευνα είχε συχνά ως αποτέλεσμα την a priori απόδοση σε κάποια γνωστή ομηρική πόλη της ελάχιστης επιφανειακής ένδειξης που παρέπεμπε τους μυκηναϊκούς χρόνους, οδηγούμενη έτσι αναπόφευκτα σε επισφαλή συμπεράσματα. Εν τούτοις, ακόμη και αυτά μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην προσπάθεια ταύτισης των ομηρικών θέσεων με την πρόοδο της έρευνας και υπό το φως νέων ανακαλύψεων.